- ομόφρονας
- ο1. αυτός που έχει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αρχές, αλλ. ομοϊδεάτης, ομόδοξος.2. αυτός που ανήκει στο ίδιο κόμμα, στην ίδια παράταξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.